πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δάκτυλος οι δάκτυλοι
      γενική του δακτύλου
& δάκτυλου
των δακτύλων
    αιτιατική τον δάκτυλο τους δακτύλους
     κλητική δάκτυλε δάκτυλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δάκτυλος αρσενικό

  1. (λόγιο) το δάχτυλο
  2. το άτομο ή η δύναμη που κρυφά κατευθύνει τις εξελίξεις προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
      ο ξένος δάκτυλος
  3. (μετρική) μετρικός πόδας που αποτελείται από μια μακρά (ή τονισμένη) συλλαβή και δύο βραχείες (ή άτονες) (—‿‿)
      Αχ! και να | γύ-ρι-ζαν, | να ‘ρχον-ταν | πίσω _ (Ιωάννης Πολέμης, Χαμένα χρόνια)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη δάχτυλο

Μεταφράσεις

επεξεργασία




ζητούμενο λήμμα