περίοδος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περίοδος | οι | περίοδοι |
γενική | της | περιόδου | των | περιόδων |
αιτιατική | την | περίοδο | τις | περιόδους |
κλητική | περίοδε | περίοδοι | ||
όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περίοδος < αρχαία ελληνική περίοδος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈɾi.o.ðos/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περίοδος θηλυκό
- διάστημα χρόνου με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
- η έμμηνος ρύση, αδιαθεσία, βλέπε εμμηνόρροια
- (γραμματική) το τμήμα ενός κειμένου ανάμεσα σε δύο τελείες
- (φυσική) το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να ολοκληρωθεί μία πλήρης ταλάντωση
- (χημεία) μία σειρά στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων.
- (μουσική) σύνολο διαδοχικών μουσικών φράσεων που δημιουργούν ολοκληρωμένη μουσική εντύπωση
Επεξεργασία
- απεριοδικός
- ημιπερίοδος
- μακροπερίοδος
- περιοδεία
- περιοδεύον, (το) (στρατιωτικός όρος)
- περιοδευτικός
- περιοδεύω
- περιοδεύων
- περιοδικό
- περιοδικός
- περιοδικότης ((καθαρεύουσα))
- περιοδικότητα
- περιοδικώς ((καθαρεύουσα))
- περιοδολόγηση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
περίοδος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | περίοδος | περιόδω | περίοδοι |
Γενική | περιόδου | περιόδοιν | περιόδων |
Δοτική | περιόδῳ | περιόδοιν | περιόδοις |
Αιτιατική | περίοδον | περιόδω | περιόδους |
Κλητική | περίοδε | περιόδω | περίοδοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περίοδος αρσενικό
- αυτός που περιπολεί (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περίοδος θηλυκό
- κύκλωση, περικύκλωση
- περιφέρεια
- περίοδος λίμνης
- ἡ τοῦ τρίποδος περίοδος
- (μεταφορικά) περιοδική επανάληψη:
- χρόνου, γεγονότων, σκέψης
- περίοδος χιλιετής (Πλάτων, Φαίδρος)
- σειράς υπηρεσιακών λειτουργών
- (αστρονομία) φάσεων
- ἀστέρος κυκλικὴ περίοδος
- (ιατρική) εμμηνόρροιας
- ὁ ἐκ περιόδου πυρετός
- χρόνου, γεγονότων, σκέψης
- χάρτης της Γης
- γῆς περίοδος
- (γραμματική), ρητορική, ολοκληρωμένη πρόταση
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- πέροδος (θηλυκό) δωρικός τύπος
Επεξεργασία
(πολλά στην ελληνιστική κοινή)
- μακροπεριοδεύτως
- μακροπερίοδος
- περιοδεία
- περιοδεύσιμος
- περιόδευσις
- περιοδευτικός
- περιοδεύω
- περιοδεύων
- περιοδικός
- περιοδικῶς
- και δείτε → σύνθετα & παράγωγα @perseus.tufts.edu (με αγγλικές μεταφράσεις) ανεύρ:2018.07.15
Επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883 (περίοδος@perseus.tufts.edu] ανεύρ:2018.07.16.)