period
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
period (en)
- η περίοδος (χρονικό διάστημα, ιστορική περίοδος, χρονική υποδιαίρεση μιας δραστηριότητας)
- η περίοδος (η έμμηνος ρύση)
- (φυσική) η περίοδος (ενός περιοδικού φαινομένου)
- (χημεία) μία γραμμή του περιοδικού πίνακα στοιχείων
- (γραμματική) (κυρίως στη Β. Αμερική) η τελεία, σημείο στίξης που επισημαίνει το τέλος μιάς πρότασης
ΕπιφώνημαΕπεξεργασία
period (en)
- (κυρίως στη Β. Αμερική) τελεία και παύλα!