duration
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
duration | durations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαduration (en)
Εκφράσεις
επεξεργασία- for the duration: κατά τη διάρκεια
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 226-227. ISBN 9780194325684., λήμμα: διάρκεια