προθεσμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προθεσμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προθεσμία[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.θeˈzmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐θε‐σμί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροθεσμία θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- υπό προθεσμία: δοκιμαστικά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προθεσμία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προθεσμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προθεσμίᾱ | αἱ | προθεσμίαι |
γενική | τῆς | προθεσμίᾱς | τῶν | προθεσμιῶν |
δοτική | τῇ | προθεσμίᾳ | ταῖς | προθεσμίαις |
αιτιατική | τὴν | προθεσμίᾱν | τὰς | προθεσμίᾱς |
κλητική ὦ! | προθεσμίᾱ | προθεσμίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προθεσμίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προθεσμίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπροθεσμία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου προθέσμιος (από το προθεσμία ἡμέρα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροθεσμία θηλυκό
- προσυμφωνημένη ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να πληρωθεί κάποιο ποσό ή να γίνει κάποια ενέργεια