διορία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διορία | οι | διορίες |
γενική | της | διορίας | των | διοριών |
αιτιατική | τη | διορία | τις | διορίες |
κλητική | διορία | διορίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διορία < διωρία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.oˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ο‐ρί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
διορία θηλυκό
- το χρονικό περιθώριο για ολοκλήρωση μιας ενέργειας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- διορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διορίᾱ | αἱ | διορίαι | ||||
γενική | τῆς | διορίᾱς | τῶν | διοριῶν | ||||
δοτική | τῇ | διορίᾳ | ταῖς | διορίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | διορίᾱν | τὰς | διορίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | διορίᾱ | διορίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διορίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διορίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
διορία θηλυκό