Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολοκλήρωση οι ολοκληρώσεις
      γενική της ολοκλήρωσης* των ολοκληρώσεων
    αιτιατική την ολοκλήρωση τις ολοκληρώσεις
     κλητική ολοκλήρωση ολοκληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ολοκληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολοκλήρωση < ολοκληρώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ολοκλήρωση θηλυκό

  1. το τελείωμα μιας ενέργειας, το αποτέλεσμα του ολοκληρώνω
    η γρήγορη ολοκλήρωση των διαβασμάτων απ' τους μαθητες οδηγεί σε περισσότερο ελεύθερο χρόνο
  2. (μαθηματικά) ο υπολογισμός του ολοκληρώματος, η διαδικασία υπολογισμού του
  3. (μεταφορικά) η εκσπερμάτιση

  Μεταφράσεις επεξεργασία