ολοκλήρωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ολοκλήρωση < ολοκληρώνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ολοκλήρωση θηλυκό
- το τελείωμα μιας ενέργιεας, το αποτέλεσμα του ολοκληρώνω
- η γρήγορη ολοκλήρωση των διαβασμάτων απ' τους μαθητες οδηγεί σε περισσότερο ελεύθερο χρόνο
- (μαθηματικά) ο υπολογισμός του ολοκληρώματος, η διαδικασία υπολογισμού του
- (μεταφορικά) η εκσπερμάτιση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ολοκλήρωση
στα μαθηματικά