Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.lo.kliˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ολοκληρώνω

ολοκληρώνω, αόρ.: ολοκλήρωσα, παθ.φωνή: ολοκληρώνομαι, π.αόρ.: ολοκληρώθηκα, μτχ.π.π.: ολοκληρωμένος

  1. φέρνω μια εργασία ή πράξη ή διαδικασία στο τέλος της, ενεργώ ώστε να μη λείπει τίποτα από αυτήν, τελειώνω, την συμπληρώνω ώστε να είναι πλήρης και τέλεια, τελειωμένη
    παράδειγμα  όταν ο ομιλητής ολοκλήρωσε την εισήγησή του, το ακροατήριο τον χειροκρότησε θερμά
    παράδειγμα  ολοκληρώνω τη σκέψη μου, την ερωτική πράξη, την ύπαρξή μου (π.χ. με την απόκτηση παιδιού), τη φράση μου (μη με διακόπτετε, προτού ολοκληρώσω)
  2.  δείτε και τη λέξη ολοκληρώνομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία