ολοκληρώνω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ολοκληρώνω < αρχαία ελληνική ὁλοκληρώνω < ὁλόκληρος
ΡήμαΕπεξεργασία
ολοκληρώνω, παθητικό: ολοκληρώνομαι, παθητική μετοχή: ολοκληρωμένος
- φέρνω μια εργασία ή πράξη ή διαδικασία στο τέλος της, ενεργώ ώστε να μη λείπει τίποτα από αυτήν, τελειώνω, την συμπληρώνω ώστε να είναι πλήρης και τέλεια, τελειωμένη
- όταν ο ομιλητής ολοκλήρωσε την εισήγησή του, το ακροατήριο τον χειροκρότησε θερμά
- ολοκληρώνω τη σκέψη μου, την ερωτική πράξη, την ύπαρξή μου (π.χ. με την απόκτηση παιδιού), τη φράση μου (μη με διακόπτετε, προτού ολοκληρώσω)
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ολοκληρώνω | ολοκλήρωνα | θα ολοκληρώνω | να ολοκληρώνω | ολοκληρώνοντας | |
β' ενικ. | ολοκληρώνεις | ολοκλήρωνες | θα ολοκληρώνεις | να ολοκληρώνεις | ολοκλήρωνε | |
γ' ενικ. | ολοκληρώνει | ολοκλήρωνε | θα ολοκληρώνει | να ολοκληρώνει | ||
α' πληθ. | ολοκληρώνουμε | ολοκληρώναμε | θα ολοκληρώνουμε | να ολοκληρώνουμε | ||
β' πληθ. | ολοκληρώνετε | ολοκληρώνατε | θα ολοκληρώνετε | να ολοκληρώνετε | ολοκληρώνετε | |
γ' πληθ. | ολοκληρώνουν(ε) | ολοκλήρωναν ολοκληρώναν(ε) |
θα ολοκληρώνουν(ε) | να ολοκληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ολοκλήρωσα | θα ολοκληρώσω | να ολοκληρώσω | ολοκληρώσει | ||
β' ενικ. | ολοκλήρωσες | θα ολοκληρώσεις | να ολοκληρώσεις | ολοκλήρωσε | ||
γ' ενικ. | ολοκλήρωσε | θα ολοκληρώσει | να ολοκληρώσει | |||
α' πληθ. | ολοκληρώσαμε | θα ολοκληρώσουμε | να ολοκληρώσουμε | |||
β' πληθ. | ολοκληρώσατε | θα ολοκληρώσετε | να ολοκληρώσετε | ολοκληρώστε | ||
γ' πληθ. | ολοκλήρωσαν ολοκληρώσαν(ε) |
θα ολοκληρώσουν(ε) | να ολοκληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ολοκληρώσει | είχα ολοκληρώσει | θα έχω ολοκληρώσει | να έχω ολοκληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ολοκληρώσει | είχες ολοκληρώσει | θα έχεις ολοκληρώσει | να έχεις ολοκληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ολοκληρώσει | είχε ολοκληρώσει | θα έχει ολοκληρώσει | να έχει ολοκληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ολοκληρώσει | είχαμε ολοκληρώσει | θα έχουμε ολοκληρώσει | να έχουμε ολοκληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ολοκληρώσει | είχατε ολοκληρώσει | θα έχετε ολοκληρώσει | να έχετε ολοκληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ολοκληρώσει | είχαν ολοκληρώσει | θα έχουν ολοκληρώσει | να έχουν ολοκληρώσει |
|
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ολοκληρώνω
ολοκληρώνω μαθηματικάΕπεξεργασία |