ολοκληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ολοκληρώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὁλοκληρ(ῶ) / ὁλοκληρόω + -ώνω < αρχαία ελληνική ὁλόκληρος [1] → δείτε ολο-, κλήρος και κληρώνω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.lo.kliˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐κλη‐ρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασία
ολοκληρώνω, αόρ.: ολοκλήρωσα, παθ.φωνή: ολοκληρώνομαι, π.αόρ.: ολοκληρώθηκα, μτχ.π.π.: ολοκληρωμένος
- φέρνω μια εργασία ή πράξη ή διαδικασία στο τέλος της, ενεργώ ώστε να μη λείπει τίποτα από αυτήν, τελειώνω, την συμπληρώνω ώστε να είναι πλήρης και τέλεια, τελειωμένη
όταν ο ομιλητής ολοκλήρωσε την εισήγησή του, το ακροατήριο τον χειροκρότησε θερμά
ολοκληρώνω τη σκέψη μου, την ερωτική πράξη, την ύπαρξή μου (π.χ. με την απόκτηση παιδιού), τη φράση μου (μη με διακόπτετε, προτού ολοκληρώσω)
- → δείτε και τη λέξη ολοκληρώνομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ολόκληρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ολοκληρώνω | ολοκλήρωνα | θα ολοκληρώνω | να ολοκληρώνω | ολοκληρώνοντας | |
β' ενικ. | ολοκληρώνεις | ολοκλήρωνες | θα ολοκληρώνεις | να ολοκληρώνεις | ολοκλήρωνε | |
γ' ενικ. | ολοκληρώνει | ολοκλήρωνε | θα ολοκληρώνει | να ολοκληρώνει | ||
α' πληθ. | ολοκληρώνουμε | ολοκληρώναμε | θα ολοκληρώνουμε | να ολοκληρώνουμε | ||
β' πληθ. | ολοκληρώνετε | ολοκληρώνατε | θα ολοκληρώνετε | να ολοκληρώνετε | ολοκληρώνετε | |
γ' πληθ. | ολοκληρώνουν(ε) | ολοκλήρωναν ολοκληρώναν(ε) |
θα ολοκληρώνουν(ε) | να ολοκληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ολοκλήρωσα | θα ολοκληρώσω | να ολοκληρώσω | ολοκληρώσει | ||
β' ενικ. | ολοκλήρωσες | θα ολοκληρώσεις | να ολοκληρώσεις | ολοκλήρωσε | ||
γ' ενικ. | ολοκλήρωσε | θα ολοκληρώσει | να ολοκληρώσει | |||
α' πληθ. | ολοκληρώσαμε | θα ολοκληρώσουμε | να ολοκληρώσουμε | |||
β' πληθ. | ολοκληρώσατε | θα ολοκληρώσετε | να ολοκληρώσετε | ολοκληρώστε | ||
γ' πληθ. | ολοκλήρωσαν ολοκληρώσαν(ε) |
θα ολοκληρώσουν(ε) | να ολοκληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ολοκληρώσει | είχα ολοκληρώσει | θα έχω ολοκληρώσει | να έχω ολοκληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ολοκληρώσει | είχες ολοκληρώσει | θα έχεις ολοκληρώσει | να έχεις ολοκληρώσει | έχε ολοκληρωμένο | |
γ' ενικ. | έχει ολοκληρώσει | είχε ολοκληρώσει | θα έχει ολοκληρώσει | να έχει ολοκληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ολοκληρώσει | είχαμε ολοκληρώσει | θα έχουμε ολοκληρώσει | να έχουμε ολοκληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ολοκληρώσει | είχατε ολοκληρώσει | θα έχετε ολοκληρώσει | να έχετε ολοκληρώσει | έχετε ολοκληρωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ολοκληρώσει | είχαν ολοκληρώσει | θα έχουν ολοκληρώσει | να έχουν ολοκληρώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ολοκληρωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ολοκληρωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ολοκληρωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ολοκληρωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ολοκληρώνομαι | ολοκληρωνόμουν(α) | θα ολοκληρώνομαι | να ολοκληρώνομαι | ||
β' ενικ. | ολοκληρώνεσαι | ολοκληρωνόσουν(α) | θα ολοκληρώνεσαι | να ολοκληρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ολοκληρώνεται | ολοκληρωνόταν(ε) | θα ολοκληρώνεται | να ολοκληρώνεται | ||
α' πληθ. | ολοκληρωνόμαστε | ολοκληρωνόμαστε ολοκληρωνόμασταν |
θα ολοκληρωνόμαστε | να ολοκληρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ολοκληρώνεστε | ολοκληρωνόσαστε ολοκληρωνόσασταν |
θα ολοκληρώνεστε | να ολοκληρώνεστε | (ολοκληρώνεστε) | |
γ' πληθ. | ολοκληρώνονται | ολοκληρώνονταν ολοκληρωνόντουσαν |
θα ολοκληρώνονται | να ολοκληρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ολοκληρώθηκα | θα ολοκληρωθώ | να ολοκληρωθώ | ολοκληρωθεί | ||
β' ενικ. | ολοκληρώθηκες | θα ολοκληρωθείς | να ολοκληρωθείς | ολοκληρώσου | ||
γ' ενικ. | ολοκληρώθηκε | θα ολοκληρωθεί | να ολοκληρωθεί | |||
α' πληθ. | ολοκληρωθήκαμε | θα ολοκληρωθούμε | να ολοκληρωθούμε | |||
β' πληθ. | ολοκληρωθήκατε | θα ολοκληρωθείτε | να ολοκληρωθείτε | ολοκληρωθείτε | ||
γ' πληθ. | ολοκληρώθηκαν ολοκληρωθήκαν(ε) |
θα ολοκληρωθούν(ε) | να ολοκληρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ολοκληρωθεί | είχα ολοκληρωθεί | θα έχω ολοκληρωθεί | να έχω ολοκληρωθεί | ολοκληρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ολοκληρωθεί | είχες ολοκληρωθεί | θα έχεις ολοκληρωθεί | να έχεις ολοκληρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ολοκληρωθεί | είχε ολοκληρωθεί | θα έχει ολοκληρωθεί | να έχει ολοκληρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ολοκληρωθεί | είχαμε ολοκληρωθεί | θα έχουμε ολοκληρωθεί | να έχουμε ολοκληρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ολοκληρωθεί | είχατε ολοκληρωθεί | θα έχετε ολοκληρωθεί | να έχετε ολοκληρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ολοκληρωθεί | είχαν ολοκληρωθεί | θα έχουν ολοκληρωθεί | να έχουν ολοκληρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ολοκληρωμένος - είμαστε, είστε, είναι ολοκληρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ολοκληρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ολοκληρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ολοκληρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ολοκληρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ολοκληρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ολοκληρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολοκληρώνω
|