Ετυμολογία

επεξεργασία
ολοκληρώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὁλοκληρ(ῶ) / ὁλοκληρόω + -ώνω < αρχαία ελληνική ὁλόκληρος [1] → δείτε  ολο-, κλήρος και κληρώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.lo.kliˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λο‐κλη‐ρώ‐νω

ολοκληρώνω, αόρ.: ολοκλήρωσα, παθ.φωνή: ολοκληρώνομαι, π.αόρ.: ολοκληρώθηκα, μτχ.π.π.: ολοκληρωμένος

  1. φέρνω μια εργασία ή πράξη ή διαδικασία στο τέλος της, ενεργώ ώστε να μη λείπει τίποτα από αυτήν, τελειώνω, την συμπληρώνω ώστε να είναι πλήρης και τέλεια, τελειωμένη
    ⮡  όταν ο ομιλητής ολοκλήρωσε την εισήγησή του, το ακροατήριο τον χειροκρότησε θερμά
    ⮡  ολοκληρώνω τη σκέψη μου, την ερωτική πράξη, την ύπαρξή μου (π.χ. με την απόκτηση παιδιού), τη φράση μου (μη με διακόπτετε, προτού ολοκληρώσω)
  2. → δείτε και τη λέξη ολοκληρώνομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία