ολόκληρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ολόκληρος < αρχαία ελληνική ὁλόκληρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ολόκληρος αρσενικό (πληθυντικός ολόκληροι)
- όλος, σε αντιδιαστολή προς εκείνο που ίσως του λείπει ένα κομμάτι ή για έμφαση
- αναδημοσίευσαν ολόκληρο το άρθρο
- βάλε ένα κρεμμύδι ολόκληρο
- είμαι ολόκληρος στη διάθεσή σου
- (μεταφορικά) δυσανάλογος προς κάτι, όταν θέλει κάποιος να υπογραμμιστεί η υπερβολή σε σχέση με το αναμενόμενο ή μια σημαντική διαφορά σε κάποια μεγέθη (όγκου, κατάταξης στην κοινωνική ιεραρχία κ.λπ.)
- έφαγε ένα ολόκληρο αρνί στην καθισιά του!
- θα κινήσεις ολόκληρη διαδικασία για μια γελοία υπόθεση!
- πώς καταδέχτηκες να τσακωθείς με ένα παιδάκι ολόκληρος άνθρωπος;
- έδωσες μια ολόκληρη περιουσία για ένα φόρεμα;
- ολόκληρη πλαζ υπάρχει για να βρείτε κάπου που σας αρέσει να κάτσετε
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ολοκληρία
- ολοκληρώνω
- ολοκληρώνομαι
- ολοκληρωτικός
- ολοκληρωμένος
- ολοκληρώσιμος
- ολοκλήρωμα
- ολοκληρωτισμός