κρεμμύδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρεμμύδι | τα | κρεμμύδια |
γενική | του | κρεμμυδιού | των | κρεμμυδιών |
αιτιατική | το | κρεμμύδι | τα | κρεμμύδια |
κλητική | κρεμμύδι | κρεμμύδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρεμμύδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρεμμύδιν < ελληνιστική κοινή κρέμμυον < αρχαία ελληνική κρόμμυον[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾeˈmi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρεμ‐μύ‐δι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρεμμύδι ουδέτερο ή κρομμύδι
- (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Allium cepa
- (λαχανικό) o βρώσιμος υπόγειος βλαστός (βολβός) του φυτού αυτού
Εκφράσεις επεξεργασία
- ντυμένος σαν κρεμμύδι: που φοράει πολλά ρούχα, το ένα πάνω από το άλλο
- όσο να πεις κρεμμύδι, ώσπου να πεις κρεμμύδι: πολύ γρήγορα (→ δείτε τη λέξη άψε σβήσε)
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κρεμμύδι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρεμμύδι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κρεμμύδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας