Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντιδιαστολή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αντιδιαστολ
ή
οι
αντιδιαστολ
ές
γενική
της
αντιδιαστολ
ής
των
αντιδιαστολ
ών
αιτιατική
την
αντιδιαστολ
ή
τις
αντιδιαστολ
ές
κλητική
αντιδιαστολ
ή
αντιδιαστολ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντιδιαστολή
<
ελληνιστική
ἀντιδιαστολή
<
ἀντιδιαστέλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντιδιαστολή
θηλυκό
η σύγκριση δύο αντιθέτων αντικειμένων, ποιοτήτων, κλπ.
Συγγενικά
επεξεργασία
αντιδιαστέλλω
Συνώνυμα
επεξεργασία
ξεχώρισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιδιαστολή
αγγλικά
:
contrast
(en)
γαλλικά
:
contraste
(fr)