contrast
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά 1
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkɒntɹɑːst/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈkɑnt(ʃ)ɹæst/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
contrast | contrasts |
contrast (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αντίθεση, μια διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων ή πραγμάτων που μπορώ να δω καθαρά όταν συγκρίνονται ή η ενέργεια του να κάνω αυτό
- ⮡ In the desert, there is a big contrast between day and night temperatures.
- Στην έρημο, υπάρχει μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στη θερμοκρασία της ημέρας και νύχτας.
- ⮡ His white hair was in sharp contrast to his dark skin.
- Τα άσπρα του μαλλιά βρίσκονταν σε έντονη αντίθεση προς το μελαχρινό του δέρμα.
- ≈ συνώνυμα: antithesis (επίσημο)
- ⮡ In the desert, there is a big contrast between day and night temperatures.
Προφορά 2
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kənˈtɹɑːst/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /kənˈt(ʃ)ɹæst/ & /ˈkɑnt(ʃ)ɹæst/ (ΗΠΑ)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | contrast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contrasts |
αόριστος | contrasted |
παθητική μετοχή | contrasted |
ενεργητική μετοχή | contrasting |
contrast (en)
- (μεταβατικό) αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω δύο πράγματα για να δείξω τις διαφορές μεταξύ τους
- (αμετάβατο) βρίσκομαι σε αντίθεση, δείχνω σαφή διαφορά όταν τα πράγματα είναι κοντά ή όταν συγκρίνονται
- ⮡ His actions contrast sharply with his promises.
- Οι πράξεις του ευρίσκονται σε μεγάλη αντίθεση προς τις υποσχέσεις του.
- ⮡ His actions contrast sharply with his promises.
Πηγές
επεξεργασία- contrast (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- contrast (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 80. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιπαραβάλλω