contrasting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | contrasting |
συγκριτικός | more contrasting |
υπερθετικός | most contrasting |
contrasting (en)
- αντίθετος
- ⮡ contrasting colors - αντίθετα χρώματα
- ≈ συνώνυμα: conflicting, clashing
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαcontrasting (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 77. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντίθετος