αντίθετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντίθετος < αρχαία ελληνική ἀντίθετος < ἀντί + τίθημι
Επίθετο
επεξεργασίααντίθετος, -η, -ο
- που βρίσκεται απέναντι από κάποιον
- στην αντίθετη όχθη
- που είναι ενάντιος σε κάποια κατάσταση, που διαφωνεί
- τόσην ώρα προσπαθώ να σου εξηγήσω ότι δεν είμαι αντίθετος στην προσπάθεια που γίνεται αλλά υπάρχει και καλύτερος τρόπος
- που είναι ανάποδος ή αντίστροφος
- τα δύο σήματα δείχνουν προς αντίθετες κατευθύνσεις
- διαφορετικός
Συγγενικά
επεξεργασία- αντίθετα
- αντιθετικά
- αντιθετικός
- αντιθετικότητα
- αντίθετο
- αντιθέτω
- αντιθέτως
- → δείτε τις λέξεις αντί και θέτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία που διαφωνεί