ενάντιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ενάντιος | ενάντια | ενάντιο |
γενική | ενάντιου
(εναντίου) |
ενάντιας
(εναντίας) |
ενάντιου
(εναντίου) |
αιτιατική | ενάντιο | ενάντια | ενάντιο |
κλητική | ενάντιε | ενάντια | ενάντιο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ενάντιοι | ενάντιες | ενάντια |
γενική | ενάντιων
(εναντίων) |
ενάντιων
(εναντίων) |
ενάντιων
(εναντίων) |
αιτιατική | ενάντιους | ενάντιες | ενάντια |
κλητική | ενάντιοι | ενάντιες | ενάντια |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενάντιος < αρχαία ελληνική ἐναντίος < ἐν + ᾰ̓ντῐ́ος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂entíos < *h₂ent- (πρόσωπο, μπροστά)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈnan.di.os/
Επίθετο επεξεργασία
ενάντιος, -α, -ο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ενάντια
- εναντίον
- εναντιότητα
- εναντίως
- → δείτε τη λέξη αντί
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενάντιος
|