Δείτε επίσης: ενάντιος, εναντίος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐναντίος ἐναντί τὸ ἐναντίον
      γενική τοῦ ἐναντίου τῆς ἐναντίᾱς τοῦ ἐναντίου
      δοτική τῷ ἐναντί τῇ ἐναντί τῷ ἐναντί
    αιτιατική τὸν ἐναντίον τὴν ἐναντίᾱν τὸ ἐναντίον
     κλητική ! ἐναντίε ἐναντί ἐναντίον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐναντίοι αἱ ἐναντίαι τὰ ἐναντί
      γενική τῶν ἐναντίων τῶν ἐναντίων τῶν ἐναντίων
      δοτική τοῖς ἐναντίοις ταῖς ἐναντίαις τοῖς ἐναντίοις
    αιτιατική τοὺς ἐναντίους τὰς ἐναντίᾱς τὰ ἐναντί
     κλητική ! ἐναντίοι ἐναντίαι ἐναντί
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐναντίω τὼ ἐναντί τὼ ἐναντίω
      γεν-δοτ τοῖν ἐναντίοιν τοῖν ἐναντίαιν τοῖν ἐναντίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐναντίος < ἐν +‎ ᾰ̓ντῐ́ος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂entíos < *h₂ent- (πρόσωπο, μπροστά)

  Επίθετο επεξεργασία

ἐνᾰντῐ́ος, -α, -ον

  1. αντικρινός
  2. ενάντιος

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία