αντί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντί < αρχαία ελληνική ἀντί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énti
Πρόθεση
επεξεργασίααντί
- αντικατάσταση
- αντί του προέδρου παρέστη ο αντιπρόεδρος.
- αντί για μένα θα έρθει ο Γιάννης.
- προτίμηση έναντι άλλου
- αντί να ξενυχτάει να πηγαίνει για ύπνο νωρίς.
- αντίτιμο, αξία
- επωλήθη αντί ενός εκατομμυρίου ευρώ.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντίτιμο, αξία