Επίρρημα

επεξεργασία

instead (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αντί για κάποιον ή κάτι, στη θέση κάποιου ή κάτι
    ⮡  If he doesn’t come with me, I will take you instead. (=instead of him)
    Αν δεν έρθει μαζί μου, θα πάρω εσένα αντί γι' αυτόν.
    ⮡  He’s not allowed wine and he’s drinking tea instead.
    Του απαγόρευσαν το κρασί και πίνει τσάι αντί γι' αυτό/στη θέση του.
    ⮡  If he can’t come with you, take me instead. (=in place of him/in his place)
    Αν δεν μπορεί να έλθει μαζί σου, πάρε εμένα στη θέση του.

Παράγωγα

επεξεργασία