θέση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θέση | οι | θέσεις |
γενική | της | θέσης* | των | θέσεων |
αιτιατική | τη | θέση | τις | θέσεις |
κλητική | θέση | θέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θέση < αρχαία ελληνική θέσις < τίθημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθέση θηλυκό
- ακριβώς προσδιορισμένη περιοχή στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κάτι
- κάθισμα
- ⮡ Κάτσε στη θέση σου και μη μιλάς.
- χώρος που προορίζεται για συγκεκριμένο πράγμα
- ⮡ Έβριζε γιατί του είχαν πάρει τη θέση του στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας.
- δουλειά ή αξίωμα, πόστο
- ⮡ Ο τάδε διορίστηκε στη θέση του γενικού διευθυντή.
- η σειρά που καταλαμβάνει κάποιος
- ⮡ Η αθλήτρια κατέκτησε την πρώτη θέση στο αγώνισμα αυτό.
- ⮡ Η θέση της επιχείρησης επιδεινώνεται εν καιρώ ύφεσης και απειλείται με χρεωκοπία.
- (σε μεταφορικά μέσα) πρώτη θέση, δεύτερη θέση, οικονομική θέση κλπ: οι ανέσεις ή τα προνόμια που αντιστοιχούν στην τιμή του εισιτηρίου
- εκφρασμένη άποψη
- ⮡ Δημοσιεύτηκαν οι θέσεις των κομμάτων για το ζήτημα.
- (φιλοσοφία) αξιωματική αρχή ή άποψη-οπτική που η αλήθειά της τίθεται προς εξέταση
- ⮡ Όλες οι θέσεις σου καταρρίφθηκαν, κι όμως το Σύμπαν εξακολουθεί να λειτουργεί.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης (λογιστική, ισολογισμός)
Μεταφράσεις
επεξεργασία θέση