↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θέση οι θέσεις
      γενική της θέσης* των θέσεων
    αιτιατική τη θέση τις θέσεις
     κλητική θέση θέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θέσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θέση < αρχαία ελληνική θέσις < τίθημι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θέση θηλυκό

  1. ακριβώς προσδιορισμένη περιοχή στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κάτι
  2. κάθισμα
    ⮡  Κάτσε στη θέση σου και μη μιλάς.
  3. χώρος που προορίζεται για συγκεκριμένο πράγμα
    ⮡  Έβριζε γιατί του είχαν πάρει τη θέση του στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας.
  4. δουλειά ή αξίωμα, πόστο
    ⮡  Ο τάδε διορίστηκε στη θέση του γενικού διευθυντή.
  5. η σειρά που καταλαμβάνει κάποιος
    ⮡  Η αθλήτρια κατέκτησε την πρώτη θέση στο αγώνισμα αυτό.
    ⮡  Η θέση της επιχείρησης επιδεινώνεται εν καιρώ ύφεσης και απειλείται με χρεωκοπία.
  6. (σε μεταφορικά μέσα) πρώτη θέση, δεύτερη θέση, οικονομική θέση κλπ: οι ανέσεις ή τα προνόμια που αντιστοιχούν στην τιμή του εισιτηρίου
  7. εκφρασμένη άποψη
    ⮡  Δημοσιεύτηκαν οι θέσεις των κομμάτων για το ζήτημα.
  8. (φιλοσοφία) αξιωματική αρχή ή άποψη-οπτική που η αλήθειά της τίθεται προς εξέταση
    ⮡  Όλες οι θέσεις σου καταρρίφθηκαν, κι όμως το Σύμπαν εξακολουθεί να λειτουργεί.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία