Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
position positions

position (en)

  1. (μετρήσιμο) η θέση, το μέρος όπου βρίσκεται κάποιος ή κάτι
    I lose my position in line.
    Χάνω τη θέση μου στην ουρά.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θέση, το μέρος όπου κάποιος ή κάτι προορίζεται να είναι, το σωστό μέρος
    Every thing must be in its position.
    Kάθε πράγμα πρέπει να είναι στη θέση του.
    The (correct) position of the terms of the sentence.
    H (σωστή) θέση των όρων της πρότασης.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θέση, η στάση, ο τρόπος με τον οποίο κάποιος κάθεται ή στέκεται, ή ο τρόπος με τον οποίο είναι τακτοποιημένα κάποια πράγματα
    in a reclining position - σε ύπτια θέση
    in an upright/vertical/standing position - σε όρθια θέση
    in a sitting/horizontal position - σε καθιστή/οριζόντια θέση
    prone/recumbent/comfortable position - πρηνής/ύπτια/άνετη στάση
  4. (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η θέση, η κατάσταση, το σύνολο των συνθηκών, κάτω από τις οποίες ζει κάποιος ή βρίσκεται κάποιος ή κάτι
    What would you do in my position?
    Τι θα έκανες εσύ στη θέση μου;
    Put yourself in my position!
    Έλα στη θέση μου!
    I am not in a position to help you/to judge.
    Δεν είμαι σε θέση να σας βοηθήσω/να κρίνω.
    I am in an advantageous position.
    Βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση.
    What's the position of the company?
    Ποια είναι η θέση/κατάσταση της εταιρείας;
    the political/economic/international position - η πολιτική/οικονομική/διεθνής κατάσταση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη situation
  5. (μετρήσιμο) η θέση, η στάση, μια γνώμη για ένα συγκεκριμένο θέμα
    I make my position clear.
    Ξεκαθαρίζω τη θέση μου.
    What is your position on this issue?
    Ποια είναι η θέση σου σ' αυτό το θέμα;
    my position on this problem - η στάση μου σ' αυτό το πρόβλημα
    If the government doesn’t change its position over this…
    Αν η κυβέρνηση δεν αλλάξει στάση πάνω σ' αυτό…
  6. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θέση, το επίπεδο σπουδαιότητας ενός ατόμου ή οργανισμού σε σύγκριση με άλλους
    What’s his position in class?
    Ποια είναι η θέση του στην τάξη;
    His position in the government is precarious.
    Η θέση του στην κυβέρνηση είναι επισφαλής.
  7. (μετρήσιμο, επίσημο) η θέση, η δουλειά
    There are positions for 50 workers.
    Υπάρχουν θέσεις για 50 εργάτες.
    If there is a vacant position in our firm…
    Αν υπάρχει κενή θέση στην εταιρία μας…
    I am applying for the position of staff manager.
    Κάνω αίτηση για τη θέση προσωπάρχη.
  8. (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό) η θέση, στον πόλεμο, ένα μέρος όπου μια ομάδα ανθρώπων που συμμετέχουν σε μάχες έχουν βάλει άνδρες και όπλα
    They are storming the enemy positions.
    Καταλαμβάνουν εξ εφόδου τις εχθρικές θέσεις.
    I abandon my positions.
    Εγκαταλείπω τις θέσεις μου.
  9. το πόστο
  10. το αξίωμα
  11. η γνώμη

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας position
γ΄ ενικό ενεστώτα positions
αόριστος positioned
παθητική μετοχή positioned
ενεργητική μετοχή positioning

position (en)

  1. τοποθετώ, κάθομαι
  2. εντοπίζω, ορίζω

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

position (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία