position
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
position | positions |
position (en)
- (μετρήσιμο) η θέση, το μέρος όπου βρίσκεται κάποιος ή κάτι
- ⮡ I lose my position in line.
- Χάνω τη θέση μου στην ουρά.
- ⮡ I lose my position in line.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θέση, το μέρος όπου κάποιος ή κάτι προορίζεται να είναι, το σωστό μέρος
- ⮡ Every thing must be in its position.
- Kάθε πράγμα πρέπει να είναι στη θέση του.
- ⮡ The (correct) position of the terms of the sentence.
- H (σωστή) θέση των όρων της πρότασης.
- ⮡ Every thing must be in its position.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θέση, η στάση, ο τρόπος με τον οποίο κάποιος κάθεται ή στέκεται, ή ο τρόπος με τον οποίο είναι τακτοποιημένα κάποια πράγματα
- ⮡ in a reclining position - σε ύπτια θέση
- ⮡ in an upright/vertical/standing position - σε όρθια θέση
- ⮡ in a sitting/horizontal position - σε καθιστή/οριζόντια θέση
- ⮡ prone/recumbent/comfortable position - πρηνής/ύπτια/άνετη στάση
- (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η θέση, η κατάσταση, το σύνολο των συνθηκών, κάτω από τις οποίες ζει κάποιος ή βρίσκεται κάποιος ή κάτι
- ⮡ What would you do in my position?
- Τι θα έκανες εσύ στη θέση μου;
- ⮡ Put yourself in my position!
- Έλα στη θέση μου!
- ⮡ I am not in a position to help you/to judge.
- Δεν είμαι σε θέση να σας βοηθήσω/να κρίνω.
- ⮡ I am in an advantageous position.
- Βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση.
- ⮡ What's the position of the company?
- Ποια είναι η θέση/κατάσταση της εταιρείας;
- ⮡ the political/economic/international position - η πολιτική/οικονομική/διεθνής κατάσταση
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη situation
- ⮡ What would you do in my position?
- (μετρήσιμο) η θέση, η στάση, μια γνώμη για ένα συγκεκριμένο θέμα
- ⮡ I make my position clear.
- Ξεκαθαρίζω τη θέση μου.
- ⮡ What is your position on this issue?
- Ποια είναι η θέση σου σ' αυτό το θέμα;
- ⮡ my position on this problem - η στάση μου σ' αυτό το πρόβλημα
- ⮡ If the government doesn’t change its position over this…
- Αν η κυβέρνηση δεν αλλάξει στάση πάνω σ' αυτό…
- ⮡ I make my position clear.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θέση, το επίπεδο σπουδαιότητας ενός ατόμου ή οργανισμού σε σύγκριση με άλλους
- ⮡ What’s his position in class?
- Ποια είναι η θέση του στην τάξη;
- ⮡ His position in the government is precarious.
- Η θέση του στην κυβέρνηση είναι επισφαλής.
- ⮡ What’s his position in class?
- (μετρήσιμο, επίσημο) η θέση, η δουλειά
- ⮡ There are positions for 50 workers.
- Υπάρχουν θέσεις για 50 εργάτες.
- ⮡ If there is a vacant position in our firm…
- Αν υπάρχει κενή θέση στην εταιρία μας…
- ⮡ I am applying for the position of staff manager.
- Κάνω αίτηση για τη θέση προσωπάρχη.
- ⮡ There are positions for 50 workers.
- (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό) η θέση, στον πόλεμο, ένα μέρος όπου μια ομάδα ανθρώπων που συμμετέχουν σε μάχες έχουν βάλει άνδρες και όπλα
- ⮡ They are storming the enemy positions.
- Καταλαμβάνουν εξ εφόδου τις εχθρικές θέσεις.
- ⮡ I abandon my positions.
- Εγκαταλείπω τις θέσεις μου.
- ⮡ They are storming the enemy positions.
- το πόστο
- το αξίωμα
- η γνώμη
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | position |
γ΄ ενικό ενεστώτα | positions |
αόριστος | positioned |
παθητική μετοχή | positioned |
ενεργητική μετοχή | positioning |
position (en)
Πηγές
επεξεργασία- position (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- position (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 372-374, 431-432, 814. ISBN 9780194325684., λήμμα: θέση, κατάσταση, στάση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαposition (fr) θηλυκό
- η θέση
- η τοποθέτηση
- η στάση