↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πόστο τα πόστα
      γενική του πόστου των πόστων
    αιτιατική το πόστο τα πόστα
     κλητική πόστο πόστα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πόστο < (άμεσο δάνειο) ιταλική posto[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόστο ουδέτερο

  1. σημαντική, επίκαιρη θέση, σημείο, μέρος
    ⮡  δεν μπορείς να περάσεις εύκολα από εκεί, διότι όλα τα πόστα είναι καλά φυλασσόμενα
  2. θέση εργασίας, σημείο απασχόλησης, το μέρος όπου τοποθετείται κάποιος εργαζόμενος
    ⮡  όποτε πηγαίνω στο μαγαζί σπάνια την βλέπω στο πόστο της
  3. η καλή θέση εργασίας, το αξίωμα σε μια εταιρεία ή υπηρεσία (ιδίως δημόσια)
    ⮡  ήταν πολύ δύσκολο να λάβει την προαγωγή που του άξιζε, διότι όλα τα πόστα ήταν ήδη πιασμένα στο υπουργείο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία