Ετυμολογία

επεξεργασία
posto < λατινική porre

  Επίθετο

επεξεργασία

posto (it)

  • εραλδικό σύμβολο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
posto posti

posto (it)

  1. ένα πόστο μία θέση σε μιά εργασία
  2. τεχνητά οριοθετημένη γεωγραφική θέση