πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέρος τα μέρη
      γενική του μέρους των μερών
    αιτιατική το μέρος τα μέρη
     κλητική μέρος μέρη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέρος ουδέτερο

  1. το τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου, κομμάτι από κάτι μεγαλύτερο
      Το ελληνικό βικιλεξικό αποτελεί μέρος ενός πολυεθνικού διαδικτυακού εγχειρήματος για ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση.
  2. ο τόπος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά
      Σ' αυτό το μέρος είναι κρυμμένος ένας θησαυρός.
  3. (ευφημισμός, προφορικό) το αποχωρητήριο, το WC

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μερεσ-
ονομαστική τὸ μέρος τὰ μέρη - μέρε
      γενική τοῦ μέρους - μέρεος τῶν μερῶν - μερέων
      δοτική τῷ μέρει - μέρεῐ̈ τοῖς μέρεσ(ν)
    αιτιατική τὸ μέρος τὰ μέρη - μέρεα
     κλητική ! μέρος μέρη - μέρεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μέρει - μέρεε
γεν-δοτ τοῖν  μεροῖν - μερέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.