Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποχωρητήριο τα αποχωρητήρια
      γενική του αποχωρητηρίου
αποχωρητήριου
των αποχωρητηρίων
    αιτιατική το αποχωρητήριο τα αποχωρητήρια
     κλητική αποχωρητήριο αποχωρητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχωρητήριο < (μαρτυρείται από το 1888) αποχωρώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.xo.ɾiˈti.ɾio/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐χω‐ρη‐τή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποχωρητήριο ουδέτερο

  • χώρος που προορίζεται για την αφόδευση και την ούρηση
    ※  Τὸ τεράστιο αὐτὸ σπίτι δὲν εἶχε παρὰ μόνον ἕνα ἀποχωρητήριο. (Π. Βυζάντιος, Ἡ ζωὴ ἑνὸς ζωγράφου, 1994)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία