πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποχωρητήριο τα αποχωρητήρια
      γενική του αποχωρητηρίου
& αποχωρητήριου
των αποχωρητηρίων
    αιτιατική το αποχωρητήριο τα αποχωρητήρια
     κλητική αποχωρητήριο αποχωρητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.xo.ɾiˈti.ɾio/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποχωρητήριο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποχωρητήριο ουδέτερο

  • χώρος που προορίζεται για την αφόδευση και την ούρηση
      Τὸ τεράστιο αὐτὸ σπίτι δὲν εἶχε παρὰ μόνον ἕνα ἀποχωρητήριο. (Π. Βυζάντιος, Ἡ ζωὴ ἑνὸς ζωγράφου, 1994)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αποχωρητήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αποχωρητήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. αποχωρητήριο - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012