cabinet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcabinet (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cabinet | cabinets |
cabinet (fr) αρσενικό
- μικρό δωμάτιο
- cabinet médical - ιατρείο
- Cabinet de toilettes - η τουαλέτα, το αποχωρητήριο
- γραφείο
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcabinet (ro)