Δείτε επίσης: ντουλαπά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντουλάπα οι ντουλάπες
      γενική της ντουλάπας των ντουλαπών
    αιτιατική την ντουλάπα τις ντουλάπες
     κλητική ντουλάπα ντουλάπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ντουλάπα < ντουλάπ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα
 
Ντουλάπα από τη δυναστεία Μινγκ.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /duˈla.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντου‐λά‐πα
τονικό παρώνυμο: ντουλαπά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντουλάπα θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ντουλάπα: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ντουλάπα αρσενικό