μεγεθυντικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεγεθυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο μεγεθυντικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγεθυντικό ουδέτερο
- λέξη που παράγεται από άλλη λέξη και μεγαλώνει (ή υπερβάλλει) τη λέξη από την οποία προέρχεται, κατάληξη -ας και -άς κεφάλας, δοντάς, κοιλαράς
- η κουτάλα και η τριχάρα είναι μεγεθυντικά των λέξεων κουτάλι και τρίχα'
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεγεθυντικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμεγεθυντικό
- αιτιατική ενικού του μεγεθυντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μεγεθυντικός