-ίας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | -ίας | οι | -ίες |
γενική | του/της | -ία | των | -ιών |
αιτιατική | τον/τη(ν) | -ία | τους/τις | -ίες |
κλητική | -ία | -ίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -ίας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίας[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐ας
Επίθημα επεξεργασία
-ίας αρσενικό ή θηλυκό
- επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε κτήση ή ιδιότητα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ -ίας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- -ίας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- λήγουν σε -ίας - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- -ίας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ίας
Επίθημα επεξεργασία
-ίας αρσενικό
- επίθημα κατάληξης για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει χαρακτηριστικό γνώριμα όπως ορίζεται στην πρωτότυπη λέξη
Δείτε επίσης επεξεργασία