Δείτε επίσης: -ιάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ας οι ες
      γενική του/της α των ών
    αιτιατική τον/τη(ν) α τους/τις ες
     κλητική α ες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ίας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίας[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ί‐ας

  Επίθημα επεξεργασία

-ίας αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ίας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ίας

  Επίθημα επεξεργασία

-ίας αρσενικό

  • επίθημα κατάληξης για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει χαρακτηριστικό γνώριμα όπως ορίζεται στην πρωτότυπη λέξη
    βρυχητίας

Δείτε επίσης επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Δείτε επίσης επεξεργασία