• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

κτήση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό επεκτείνοντάς την!


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κτήση οι κτήσεις
      γενική της κτήσης
& κτήσεως
των κτήσεων
    αιτιατική την κτήση τις κτήσεις
     κλητική κτήση κτήσεις
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κτήση < → λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κτήση θηλυκό

  1. η απόχτηση
  2. η ιδιοκτησία, η κατοχή
  3. η χώρα που κατέχεται από ξένη μεγάλη δύναμη, η υποτελής χώρα, η αποικία, το προτεκτοράτο

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • περιουσία
  • απόκτηση
  • προσπορισμός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • κτητικός
  • κτήτορας

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κτήση
  • αγγλικά : domain (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κτήση&oldid=3415684"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιουλίου 2014, στις 07:41

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιουλίου 2014, στις 07:41.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie