Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κτήση οι κτήσεις
      γενική της κτήσης* των κτήσεων
    αιτιατική την κτήση τις κτήσεις
     κλητική κτήση κτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κτήσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτήση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κτῆσις
(κατεχόμενη χώρα) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική dominions[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτή‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κτήση θηλυκό

  1. η απόχτηση
  2. η ιδιοκτησία, η κατοχή
  3. η χώρα που κατέχεται από ξένη μεγάλη δύναμη, η υποτελής χώρα, η αποικία, το προτεκτοράτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία