απόκτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόκτηση | οι | αποκτήσεις |
γενική | της | απόκτησης* | των | αποκτήσεων |
αιτιατική | την | απόκτηση | τις | αποκτήσεις |
κλητική | απόκτηση | αποκτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απόκτηση < αποκτώ, αποκτη- + -ση. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀπόκτησις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpo.kti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐κτη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόκτηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκτώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αποκτώ, από και κτήση
Μεταφράσεις
επεξεργασία απόκτηση