• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

απόκτηση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Αντώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικά
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόκτηση οι αποκτήσεις
      γενική της απόκτησης* των αποκτήσεων
    αιτιατική την απόκτηση τις αποκτήσεις
     κλητική απόκτηση αποκτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
απόκτηση < αποκτώ, αποκτη- + -ση. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀπόκτησις

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈpo.kti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐κτη‐ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόκτηση θηλυκό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκτώ

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • απώλεια
  • χάσιμο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • απόκτημα

→ και δείτε τις λέξεις αποκτώ, από και κτήση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    απόκτηση
  • αγγλικά : acquisition (en), obtaining (en)
  • γαλλικά : acquisition (fr), obtention (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=απόκτηση&oldid=6499068"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Νοεμβρίου 2023, στις 21:16

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Νοεμβρίου 2023, στις 21:16. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας