Δείτε επίσης: ὑποτελής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποτελής η υποτελής το υποτελές
      γενική του υποτελούς* της υποτελούς του υποτελούς
    αιτιατική τον υποτελή την υποτελή το υποτελές
     κλητική υποτελή(ς) υποτελής υποτελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποτελείς οι υποτελείς τα υποτελή
      γενική των υποτελών των υποτελών των υποτελών
    αιτιατική τους υποτελείς τις υποτελείς τα υποτελή
     κλητική υποτελείς υποτελείς υποτελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποτελής < αρχαία ελληνική ὑποτελής < ὑπό + τέλος (φόρος~αυτός που υπόκειται σε φόρο)

  Επίθετο επεξεργασία

υποτελής, -ής, -ές

  1. (για χώρες ή ηγεμόνες) που δεν είναι πλήρως ανεξάρτητος αλλά υπόκειται στην εξουσία άλλου ισχυρότερου ηγεμόνα, έχοντας την υποχρέωση καταβολής φόρου ή/και στρατιωτικών υπηρεσιών
  2. υποταγμένος σε ξένες δυνάμεις

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποτελής αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο άρχοντας που είναι εξαρτημένος από μια ισχυρότερη από αυτόν εξουσία
     συνώνυμα: βασάλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία