υποτελής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υποτελής < αρχαία ελληνική ὑποτελής < ὑπό + τέλος (φόρος~αυτός που υπόκειται σε φόρο)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
υποτελής, -ής, -ές
- (για χώρες ή ηγεμόνες) που δεν είναι πλήρως ανεξάρτητος αλλά υπόκειται στην εξουσία άλλου ισχυρότερου ηγεμόνα, έχοντας την υποχρέωση καταβολής φόρου ή/και στρατιωτικών υπηρεσιών
- υποταγμένος σε ξένες δυνάμεις
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υποτελής
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υποτελής αρσενικό ή θηλυκό