υποτέλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποτέλεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποτέλεια θηλυκό
- το να είναι κάποιος υπό την εξουσία άλλου (για χώρα που δεν έχει πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα κτλ.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποτέλεια