vassal
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
vassal (en)
- ενοικιαστής αγρού που πληρώνει σε είδος (μεσαίας κοινωνικής τάξης)
- ο δουλοπάροικος
- ο υποτελής
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vassal | vassaux |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
vassal (fr) αρσενικό