δουλοπάροικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δουλοπάροικος | οι | δουλοπάροικοι |
γενική | του | δουλοπάροικου & δουλοπαροίκου |
των | δουλοπάροικων & δουλοπαροίκων |
αιτιατική | τον | δουλοπάροικο | τους | δουλοπάροικους & δουλοπαροίκους |
κλητική | δουλοπάροικε | δουλοπάροικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδουλοπάροικος αρσενικό
- ο ακτήμονας καλλιεργητής κατά το Μεσαίωνα που ήταν εξαρτημένος από τη γη που καλλιεργούσε και δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από αυτήν· διέφερε από τον δούλο κατά το ότι δεν αποτελούσε ο ίδιος προσωπικά ιδιοκτησία ενός άλλου ανθρώπου, αλλά αν πουλιόταν η γη που καλλιεργούσε, μεταβιβαζόταν μαζί της και αυτός στον νέο κύριο
- ※ Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους, έκαναν αδιάκοπο αγώνα, πότε καλυμμένο, πότε ανοιχτό (Καρλ Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος/Κεφάλαιο 1: Αστοί και Προλετάριοι)