δούλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δούλος | οι | δούλοι |
γενική | του | δούλου | των | δούλων |
αιτιατική | τον | δούλο | τους | δούλους |
κλητική | δούλε | δούλοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δούλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δοῦλος < χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος) Συγγενής η μυκηναϊκή 𐀈𐀁𐀫 (do-e-or).
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈðu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δού‐λος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δούλος αρσενικό (θηλυκό: δούλα ή δούλη)
- αυτός που έχει χάσει την ελευθερία και πολλά από τα δικαιώματα και βρίσκεται στην ιδιοκτησία κάποιου
- (μεταφορικά) που εξαρτάται από κάποιον ή κάτι
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- δούλος του Θεού: πιστός χριστιανός
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δούλος
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «δούλος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.