δούλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δούλος | οι | δούλοι |
γενική | του | δούλου | των | δούλων |
αιτιατική | τον | δούλο | τους | δούλους |
κλητική | δούλε | δούλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δούλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δοῦλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δού‐λος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδούλος αρσενικό (θηλυκό δούλα ή δούλη)
- αυτός που έχει χάσει την ελευθερία και πολλά από τα δικαιώματα και βρίσκεται στην ιδιοκτησία κάποιου
- (μεταφορικά) που εξαρτάται από κάποιον ή κάτι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
δουλ-
δουλ-
- δεδουλευμένα
- δουλεύω & σύνθετα
- δουλεία
- δουλειά & ΄σύνθετα
- δουλειάζω
- δούλεμα & σύνθετα
- δουλεμένος & σύνθετα
- δούλευση
- δουλευτάδικος
- δουλευτάδισσα
- δουλευτάρα
- δουλευταράς
- δουλευτάρης
- δουλευτάρικος
- δουλευταρού
- δουλευτής & σύνθετα
- δουλευτικός
- δουλεύτρα & σύνθετα
- δουλεύτρια
- δούλεψη
- δουλικά (επίρρημα)
- δουλικό
- δουλικός
- δουλικότητα
- δουλικώς
- δουλίστικος
- δουλίτσα
- δουλοσύνη
- δουλώνω, δουλώνομαι
- δούλωση
Σύνθετα
επεξεργασία- αδούλευτος
- αδουλεψιά
- άδουλος, αδουλία
- αδούλωτα, αδούλωτος
- ακαταδούλωτος
- ανυποδούλωτος
- αμερικανόδουλος
- -δούλευτος σύνθετα
- απόδουλος
- αυλοδουλία, αυλόδουλος
- γυναικόδουλος
- δουλέμπορος, δουλεμπόριο, δουλεμπορικός
- δουλευομανώ
- δουλοκτήτης, δουλοκτητικός, δουλοκτησία
- δουλολάτρης
- δουλοπάζαρο
- δουλοπάροικος
- δουλοπρεπής, δουλόπρεπος, δουλόπρεπα, δουλοπρεπώς
- δουλοφροσύνη, δουλόφρων, δουλόφρονας, δουλοφρόνως
- δουλοχάρτι
- δουλόψυχος
- εθελοδουλία, εθελόδουλος
- εικονόδουλος
- εκδούλευση, εκδούλεψη
- ημεροδούλι
- ιεροδουλία, ιερόδουλος
- καθυποδούλωση, καθυποδουλώνω
- καταδούλωση, καταδουλωτικός
- κοιλιοδουλία, κοιλιόδουλος
- κουτσομεροδούλι
- μεροδούλης, μεροδούλι
- μοιρόδουλος
- ξεδουλιαστήρι
- ξενοδούλης, ξενοδούλι, ξενόδουλος
- ομόδουλος
- οχλόδουλος
- πρωτόδουλος, πρωτοδούλος
- σύνδουλος
- υπόδουλος, υποδουλώνω, υποδούλωση, υποδουλωτής, υποδουλωτικός, υποδουλωτικά
- χεροδούλης
Δε σχετίζεται ο μπερτόδουλος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία δούλος
|
Πηγές
επεξεργασία- δούλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας