Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δουλικό τα δουλικά
      γενική του δουλικού των δουλικών
    αιτιατική το δουλικό τα δουλικά
     κλητική δουλικό δουλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δουλικό < δούλ(α) + -ικο (ουδέτερο του -ίκος)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δουλικό ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, επάγγελμα) η υπηρέτρια
  2. αγενής γυναίκα με απολίτιστους τρόπους και άσχημη εξωτερική εμφάνιση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δουλικό