Δείτε επίσης: -ικος, -ικός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -ίκος οι -ίκοι
      γενική του -ίκου των -ίκων
    αιτιατική τον -ίκο τους -ίκους
     κλητική -ίκο -ίκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

-ίκος αρσενικό (θηλυκό -ίκα)

  1. επίθημα για το σχηματισμό κυρίων ονόματων (χαϊδευτικών)
    Αντρέας > Αντρίκος
  2. (υποκοριστικό) επίθημα, συχνά με τη μορφή -τζίκος
    φουκαράς < φουκαρατζής > φουκαρατζίκος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία