πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαϊδευτικό τα χαϊδευτικά
      γενική του χαϊδευτικού των χαϊδευτικών
    αιτιατική το χαϊδευτικό τα χαϊδευτικά
     κλητική χαϊδευτικό χαϊδευτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χαϊδευτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χαϊδευτικός. Εννοείται το ουσιαστικό όνομα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαϊδευτικό ουδέτερο

Σημειώσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία