χαϊδευτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχαϊδευτικά < χαϊδευτικός
Επίρρημα
επεξεργασίαχαϊδευτικά
- χρησιμοποιώντας κάποιο υποκοριστικό ή χαϊδευτικό όνομα
- το Δημήτρη τον φωνάζουν χαϊδευτικά και Τάκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαϊδευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχαϊδευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαϊδευτικό