↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μενσεβίκος οι μενσεβίκοι
      γενική του μενσεβίκου των μενσεβίκων
    αιτιατική τον μενσεβίκο τους μενσεβίκους
     κλητική μενσεβίκε μενσεβίκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μενσεβίκος < (άμεσο δάνειο) ρωσική меньшинство (μενσινστβό, μειοψηφία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μενσεβίκος αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία