μειοψηφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μειοψηφώ < μειοψηφ(ία) + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.o.psiˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μει‐ο‐ψη‐φώ
Ρήμα
επεξεργασίαμειοψηφώ, πρτ.: μειοψηφούσα, αόρ.: μειοψήφησα (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μειοψηφών, μειοψηφούντας (μετοχή)
- μειοψηφώντας (άκλιτη μετοχή)
→ και δείτε τη λέξη μειοψηφία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μειοψηφώ | μειοψηφούσα | θα μειοψηφώ | να μειοψηφώ | μειοψηφώντας | |
β' ενικ. | μειοψηφείς | μειοψηφούσες | θα μειοψηφείς | να μειοψηφείς | ||
γ' ενικ. | μειοψηφεί | μειοψηφούσε | θα μειοψηφεί | να μειοψηφεί | ||
α' πληθ. | μειοψηφούμε | μειοψηφούσαμε | θα μειοψηφούμε | να μειοψηφούμε | ||
β' πληθ. | μειοψηφείτε | μειοψηφούσατε | θα μειοψηφείτε | να μειοψηφείτε | μειοψηφείτε | |
γ' πληθ. | μειοψηφούν(ε) | μειοψηφούσαν(ε) | θα μειοψηφούν(ε) | να μειοψηφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μειοψήφησα | θα μειοψηφήσω | να μειοψηφήσω | μειοψηφήσει | ||
β' ενικ. | μειοψήφησες | θα μειοψηφήσεις | να μειοψηφήσεις | μειοψήφησε | ||
γ' ενικ. | μειοψήφησε | θα μειοψηφήσει | να μειοψηφήσει | |||
α' πληθ. | μειοψηφήσαμε | θα μειοψηφήσουμε | να μειοψηφήσουμε | |||
β' πληθ. | μειοψηφήσατε | θα μειοψηφήσετε | να μειοψηφήσετε | μειοψηφήστε | ||
γ' πληθ. | μειοψήφησαν μειοψηφήσαν(ε) |
θα μειοψηφήσουν(ε) | να μειοψηφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μειοψηφήσει | είχα μειοψηφήσει | θα έχω μειοψηφήσει | να έχω μειοψηφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μειοψηφήσει | είχες μειοψηφήσει | θα έχεις μειοψηφήσει | να έχεις μειοψηφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μειοψηφήσει | είχε μειοψηφήσει | θα έχει μειοψηφήσει | να έχει μειοψηφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μειοψηφήσει | είχαμε μειοψηφήσει | θα έχουμε μειοψηφήσει | να έχουμε μειοψηφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μειοψηφήσει | είχατε μειοψηφήσει | θα έχετε μειοψηφήσει | να έχετε μειοψηφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μειοψηφήσει | είχαν μειοψηφήσει | θα έχουν μειοψηφήσει | να έχουν μειοψηφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μειοψηφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας