μενσεβικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μενσεβικισμός < μενσεβίκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μενσεβικισμός αρσενικό
- το σύνολο των αρχών του πολιτικού κόμματος των μενσεβίκων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μενσεβικισμός
|