Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μενσεβικικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μενσεβικικ
ός
η
μενσεβικικ
ή
το
μενσεβικικ
ό
γενική
του
μενσεβικικ
ού
της
μενσεβικικ
ής
του
μενσεβικικ
ού
αιτιατική
τον
μενσεβικικ
ό
τη
μενσεβικικ
ή
το
μενσεβικικ
ό
κλητική
μενσεβικικ
έ
μενσεβικικ
ή
μενσεβικικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μενσεβικικ
οί
οι
μενσεβικικ
ές
τα
μενσεβικικ
ά
γενική
των
μενσεβικικ
ών
των
μενσεβικικ
ών
των
μενσεβικικ
ών
αιτιατική
τους
μενσεβικικ
ούς
τις
μενσεβικικ
ές
τα
μενσεβικικ
ά
κλητική
μενσεβικικ
οί
μενσεβικικ
ές
μενσεβικικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μενσεβικικός <
μενσεβίκος
Επίθετο
επεξεργασία
μενσεβικικός, -ή, -ό
που αφορά τους
μενσεβίκους
Συγγενικά
επεξεργασία
μενσεβίκος
μενσεβικισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μενσεβικικός
γαλλικά
:
menchevik
(fr)