Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ίκα οι -ίκες
      γενική της -ίκας των (-ίκων)
    αιτιατική τη(ν) -ίκα τις -ίκες
     κλητική -ίκα -ίκες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

-ίκα < -ίκ(ος) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  ΕπίθημαΕπεξεργασία

-ίκα θηλυκό

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

διαφορετικής ετυμολογίας, χωρίς υποκοριστική σημασία: απλίκα, κασκαρίκα, νταλίκα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε -ίκος