Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απλίκα οι απλίκες
      γενική της απλίκας των απλικών
    αιτιατική την απλίκα τις απλίκες
     κλητική απλίκα απλίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια αναμμένη απλίκα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλίκα < (άμεσο δάνειο) γαλλική applique

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απλίκα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία