Δείτε επίσης: τοῖχος, τείχος, τεῖχος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τοίχος οι τοίχοι
      γενική του τοίχου των τοίχων
    αιτιατική τον τοίχο τους τοίχους
     κλητική τοίχε τοίχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τοίχος από τούβλα.

Ετυμολογία

επεξεργασία
τοίχος < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική τοῖχος, παράλληλος τύπος του τεῖχος. Συγκρίνετε με το τείχος.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τοίχος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
τειχ- 

παράγωγα και σύνθετα

Μεταφράσεις

επεξεργασία