• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

κατασκεύασμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατασκεύασμα τα κατασκευάσματα
      γενική του κατασκευάσματος των κατασκευασμάτων
    αιτιατική το κατασκεύασμα τα κατασκευάσματα
     κλητική κατασκεύασμα κατασκευάσματα
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κατασκεύασμα < αρχαία ελληνική κατασκεύασμα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κατασκεύασμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα του κατασκευάζω
    1. (ειδικότερα) κακότεχνη ή αντιαισθητική κατασκευή
    2. (μεταφορικά) ψεύτικη υπόθεση ή κατάσταση που προβάλλεται ή στηρίζει κάτι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κατασκεύασμα
  • γαλλικά : construction (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κατασκεύασμα&oldid=4900302"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Δεκεμβρίου 2020, στις 07:07

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Δεκεμβρίου 2020, στις 07:07.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie