κατασκεύασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατασκεύασμα < αρχαία ελληνική κατασκεύασμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατασκεύασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του κατασκευάζω
- (ειδικότερα) κακότεχνη ή αντιαισθητική κατασκευή
- (μεταφορικά) ψεύτικη υπόθεση ή κατάσταση που προβάλλεται ή στηρίζει κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατασκεύασμα