κατασκευάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασκευάζω < αρχαία ελληνική κατασκευάζω < κατά + σκευάζω
Ρήμα
επεξεργασίακατασκευάζω (παθητική φωνή: κατασκευάζομαι)
- δημιουργώ, φτιάχνω κάτι
- (μεταφορικά) τεχνάζομαι, επινοώ
- κατασκεύασε αυτή την ιστορία για να τον ξεγελάσει
Συγγενικά
επεξεργασία- αεροκατασκευή
- ακατασκεύαστος
- ακατάσκευος
- αλουμινοκατασκευή
- ανακατασκευάζω
- ανακατασκευή
- ευκολοκατασκεύαστα
- κακοκατασκευάζω
- κατασκεύασμα
- κατασκευασμένος
- κατασκευαστής
- κατασκευαστικά
- κατασκευαστικός
- κατασκευαστικώς
- κατασκευάστρια
- κατασκευή
- μηχανοκατασκευή
- μικροκατασκευαστής
- ξυλοκατασκευή
- προκατασκευάζω
- προκατασκευασμένος
- προκατασκευή
- πρωτοκατασκευασμένος
- πρωτοκατασκευάζω
- σιδηροκατασκευή
- τσιμεντοκατασκευή
- → δείτε τις λέξεις κατά, σκευάζω και σκεύος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκευάζω | κατασκεύαζα | θα κατασκευάζω | να κατασκευάζω | κατασκευάζοντας | |
β' ενικ. | κατασκευάζεις | κατασκεύαζες | θα κατασκευάζεις | να κατασκευάζεις | κατασκεύαζε | |
γ' ενικ. | κατασκευάζει | κατασκεύαζε | θα κατασκευάζει | να κατασκευάζει | ||
α' πληθ. | κατασκευάζουμε | κατασκευάζαμε | θα κατασκευάζουμε | να κατασκευάζουμε | ||
β' πληθ. | κατασκευάζετε | κατασκευάζατε | θα κατασκευάζετε | να κατασκευάζετε | κατασκευάζετε | |
γ' πληθ. | κατασκευάζουν(ε) | κατασκεύαζαν κατασκευάζαν(ε) |
θα κατασκευάζουν(ε) | να κατασκευάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασκεύασα | θα κατασκευάσω | να κατασκευάσω | κατασκευάσει | ||
β' ενικ. | κατασκεύασες | θα κατασκευάσεις | να κατασκευάσεις | κατασκεύασε | ||
γ' ενικ. | κατασκεύασε | θα κατασκευάσει | να κατασκευάσει | |||
α' πληθ. | κατασκευάσαμε | θα κατασκευάσουμε | να κατασκευάσουμε | |||
β' πληθ. | κατασκευάσατε | θα κατασκευάσετε | να κατασκευάσετε | κατασκευάστε | ||
γ' πληθ. | κατασκεύασαν κατασκευάσαν(ε) |
θα κατασκευάσουν(ε) | να κατασκευάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασκευάσει | είχα κατασκευάσει | θα έχω κατασκευάσει | να έχω κατασκευάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασκευάσει | είχες κατασκευάσει | θα έχεις κατασκευάσει | να έχεις κατασκευάσει | έχε κατασκευασμένο | |
γ' ενικ. | έχει κατασκευάσει | είχε κατασκευάσει | θα έχει κατασκευάσει | να έχει κατασκευάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκευάσει | είχαμε κατασκευάσει | θα έχουμε κατασκευάσει | να έχουμε κατασκευάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκευάσει | είχατε κατασκευάσει | θα έχετε κατασκευάσει | να έχετε κατασκευάσει | έχετε κατασκευασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κατασκευάσει | είχαν κατασκευάσει | θα έχουν κατασκευάσει | να έχουν κατασκευάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατασκευασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατασκευασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατασκευασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατασκευασμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκευάζω