Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασκευάζω < αρχαία ελληνική κατασκευάζω < κατά + σκευάζω

  Ρήμα επεξεργασία

κατασκευάζω (παθητική φωνή: κατασκευάζομαι)

  1. δημιουργώ, φτιάχνω κάτι
  2. (μεταφορικά) τεχνάζομαι, επινοώ
    κατασκεύασε αυτή την ιστορία για να τον ξεγελάσει

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία