ακατασκεύαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακατασκεύαστος < ἀκατασκεύαστος
Επίθετο
επεξεργασίαακατασκεύαστος, -η, -ο
- που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμα
- γίνονται πολλά ατυχήματα στο ακατασκεύαστο τμήμα του δρόμου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακατασκεύαστος