Ετυμολογία

επεξεργασία
ακατασκευάστως < ακατασκεύαστος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ακατασκευάστως

  • χωρίς να έχει κατασκευαστεί κάτι, χωρίς να έχει τελειώσει η κατασκευή του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία